- ἀστακούς
- ἀστακόςthe smooth lobstermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀστακούς — Ἀστακός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστάκους — Ἄστακος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανγκουίλα — Νησί (96 τ. χλμ., 12.000 κάτ. το 2002) της Καραϊβικής θάλασσας (Μικρές Αντίλλες), που ανήκει στις κτήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Πρωτεύουσά του είναι η πόλη Βάλεϊ. Οι κάτοικοι, αφρικανικής καταγωγής στην πλειοψηφία τους, ασχολούνται με την… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
κουλούρα — I Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου. 1. Μικρό νησί ανάμεσα στο λιμάνι της Μεθώνης και στο επίσης μικρό νησί Σαπιέντζα. Επί ενετοκρατίας ήταν οχυρωμένο με ισχυρό πυροβολείο. 2. Μικρό νησί στη δυτική άκρη του βόρειου τμήματος της Σκύρου. 3. Ύφαλος των… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
κεφαλοθώρακας — Το μπροστινό τμήμα του σώματος των αραχνιδών και πολλών ομάδων καρκινοειδών, που περιλαμβάνει το κεφάλι και ολόκληρο ή τμήμα του θώρακα, τα οποία συντήκονται μεταξύ τους. Ο κ. περιλαμβάνει τα εξαρτήματα τόσο του κεφαλιού όσο και του θώρακα, τα… … Dictionary of Greek
κυκλοπτερίδες — (Cyclopteridae). Οικογένεια περκομόρφων ψαριών, η οποία αποτελείται από 6 γένη και 26 είδη. Πρόκειται για ψάρια με σφαιρικό σώμα, το οποίο συχνά καλύπτεται από φυμάτια· οι κ. φέρουν δύο ραχιαία πτερύγια, από τα οποία το πρώτο μπορεί να καλύπτεται … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek